- δωσίλογος
- 1) accountable2) liable
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
δωσίλογος — η, ο ο υποχρεωμένος να λογοδοτήσει για τις πράξεις του, ο υπόλογος: Είναι δωσίλογος για τις καταχρήσεις που έκανε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δωσίλογος — και δοσίλογος, ο, η 1. αυτός που από τον νόμο υποχρεώνεται να λογοδοτήσει μετά το τέλος τής θητείας του 2. εκείνος που διαχειρίζεται εν όλω ή εν μέρει ξένη περιουσία και υποχρεώνεται να δώσει απολογισμό 3. ένοχος συνεργασίας με τα στρατεύματα… … Dictionary of Greek
-λογος — (AM λογος) β συνθετικό πολλών προπαροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, στα οποία ο λόγος, με τη σημασία τής ομιλίας, επέχει θέση αντικειμένου τού α συνθετικού, που είναι ρήμα (φιλόλογος «φιλώ τον λόγο», δωσίλογος… … Dictionary of Greek
δοσίλογος — ο βλ. δωσίλογος … Dictionary of Greek
κουίσλινγκ — ο πρόσωπο που συνεργάζεται εκούσια με τον εχθρό σε βάρος τών ομοεθνών του, δωσίλογος. [ΕΤΥΜΟΛ. < όν. τού Νορβηγού πολιτικού Vidkun Quisling, που συνεργάστηκε με τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής κατά τον Β Παγκόσμιο πόλεμο] … Dictionary of Greek
υπεύθυνος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που ευθύνεται για κάτι: Οι υπεύθυνοι της κυπριακής τραγωδίας. 2. υπόλογος, δωσίλογος: Υπεύθυνος τυπογραφείου. 3. αυτός που δίνεται ή γίνεται με την ευθύνη κάποιου: Υπεύθυνη δήλωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)